κακόπιστος

κακόπιστος
η , ο [ος , ον ]
1) не внушающий доверия, ненадёжный (о партнёре и т. п.); 2) недобросовестный;

κακόπιστος

οφειλέτης злостный должник;
3) нечестный, извращающий факты, истину; неискренний (о беседе, собеседнике);

κακόπιστος συζητητής — неискренний собеседник


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κακόπιστος" в других словарях:

  • κακόπιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, δεν είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του: Αυτός είναι κακόπιστος οφειλέτης. 2. αυτός που διαστρέφει την αλήθεια: Μην εκνευρίζεσαι με τον Παύλο, γιατί αυτός είναι πάντα κακόπιστος συζητητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακόπιστος — η, ο (AM κακόπιστος, ον) αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, ο κακής πίστεως, δόλιος, ανειλικρινής νεοελλ. αυτός που διαστρέφει την αλήθεια για δικό του όφελος μσν. αρχ. αυτός που έχει εσφαλμένη θρησκευτική πίστη, αιρετικός, κακόδοξος. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • αλλοπρόσαλλος — η, ο (Α ἀλλοπρόσαλλος, ον) 1. αυτός που αποκλίνει πότε προς τον έναν και πότε προς τον άλλον, ευμετάβλητος, ασταθής 2. κακόπιστος, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. ἄλλο πρὸς ἄλλον (λέγων)] …   Dictionary of Greek

  • ζαβολιάρης — άρα και άρισσα, ικο [ζαβολιά] 1. αυτός που κάνει ζαβολιές στο παιχνίδι και προσπαθεί να κερδίσει αντικανονικά και με απάτη 2. ο δύστροπος ή κακόπιστος στις συναλλαγές …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακοπιστία — η (AM κακοπιστία) [κακόπιστος] η ιδιότητα τού κακόπιστου, έλλειψη καλής πίστεως, ειλικρίνειας, έλλειψη εμπιστοσύνης, δολιότητα νεοελλ. κακόπιστη πράξη, κακής πίστεως ενέργεια …   Dictionary of Greek

  • ՉԱՐԱՀԱՒԱՏ — (ի, ից.) NBH 2 0567 Chronological Sequence: Unknown date, 11c ա. κακόπιστος perfidus. Մոլորեալ ի հաւատս. չարափառ. անզգամ. *Անհաւատքն ուրանան զամենայն վասն յարութեանն. իսկ չարահաւատքն անարժանապէս եւ անզգայութեամբ ի ճշմարտութեան յուսոյն անկան. Եպիփ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • αλλοπρόσαλλος — η, ο επίρρ. α άστατος, ευμετάβολος, κακόπιστος: Δεν μου αρέσει αυτός ο άνθρωπος έχει αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μασκαρένιος, -ια, -ιο — αυτός που ταιριάζει σε μασκαρά, αναξιοπρεπής, ανήθικος, κακόπιστος: Έχει μασκαρένια συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σερέτης — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ισσα αυτός που σκόπιμα διαστρέφει την αλήθεια, κακόπιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συζητητής — ο αυτός που συζητά ή αυτός που έχει την ικανότητα να συζητά: Αποδείχτηκε κακόπιστος συζητητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»